- μουχλιάζω
- (Μ μουχλιάζω και μοχλιάζω) [μούχλα]1. καλύπτομαι από μούχλα2. μτφ. βρίσκομαι σε κατάσταση σωματικής ή πνευματικής αδράνειας, αχρηστίας ή στασιμότητας («θα μουχλιάσω από το καθισιό»)νεοελλ.1. μτφ. α) βρίσκομαι σε κατάσταση πνευματικής καθυστέρησηςβ) βρίσκομαι σε κατάσταση ηθικής κατάπτωσης, αποσύνθεσης2. κάνω κάτι να καλυφθεί από μούχλα, να χαλάσει («η υγρασία μούχλιασε το τυρί»)3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μουχλιασμένος, -η, -οα) αυτός που έχει μουχλιάσει, πανιασμένος, σαπρός, σάπιος («μουχλιασμένο ψωμί»)β) απαρχαιωμένος, πεπαλαιωμένος, οπισθοδρομικός («μουχλιασμένες ιδέες»)4. παροιμ. «τα σκουλιά τα χτενισμένα στην κασέλα μουχλιασμένα» — λέγεται για ωραίες κοπέλλες που μένουν ανύπαντρες λόγω ατυχίας.
Dictionary of Greek. 2013.