μουχλιάζω

μουχλιάζω
(Μ μουχλιάζω και μοχλιάζω) [μούχλα]
1. καλύπτομαι από μούχλα
2. μτφ. βρίσκομαι σε κατάσταση σωματικής ή πνευματικής αδράνειας, αχρηστίας ή στασιμότητας («θα μουχλιάσω από το καθισιό»)
νεοελλ.
1. μτφ. α) βρίσκομαι σε κατάσταση πνευματικής καθυστέρησης
β) βρίσκομαι σε κατάσταση ηθικής κατάπτωσης, αποσύνθεσης
2. κάνω κάτι να καλυφθεί από μούχλα, να χαλάσει («η υγρασία μούχλιασε το τυρί»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μουχλιασμένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει μουχλιάσει, πανιασμένος, σαπρός, σάπιος («μουχλιασμένο ψωμί»)
β) απαρχαιωμένος, πεπαλαιωμένος, οπισθοδρομικός («μουχλιασμένες ιδέες»)
4. παροιμ. «τα σκουλιά τα χτενισμένα στην κασέλα μουχλιασμένα» — λέγεται για ωραίες κοπέλλες που μένουν ανύπαντρες λόγω ατυχίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μουχλιάζω — μουχλιάζω, μούχλιασα, μουχλιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μουχλιάζω — μούχλιασα, μουχλιασμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να καλυφθεί από μούχλα: Η υγρασία μούχλιασε τον τοίχο. 2. αμτβ., καλύπτομαι από μούχλα: Το ψωμί μούχλιασε. 3. μτφ., αδρανώ σωματικά ή πνευματικά, παραμένω στάσιμος: Μούχλιασα τόσα χρόνια σ’ αυτό το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μούχλιασμα — το [μουχλιάζω] 1. η κατάσταση και το αποτέλεσμα τού μουχλιάζω, κάλυψη από μούχλα, πάνιασμα, ευρωτίαση 2. μτφ. α) πνευματική ή σωματική νωθρότητα ή στασιμότητα, αδράνεια β) ηθική κατάπτωση, ηθική αποσύνθεση …   Dictionary of Greek

  • αμούχλιαστος — η, ο [μουχλιάζω] 1. αυτός που δεν έχει μούχλα, που δεν μούχλιασε 2. αυτός που δεν υπόκειται σε μούχλιασμα …   Dictionary of Greek

  • βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… …   Dictionary of Greek

  • καταπύθω — (Α) 1. κάνω κάτι να σαπίσει, κατασαπίζω κάτι 2. παθ. καταπύθομαι σήπομαι, κατασαπίζω («ξύλον, τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «εὐρωτιῶ», μουχλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πύθω «κάνω κάτι να σαπίσει»] …   Dictionary of Greek

  • λυθριάζω — [λύθρος] μουχλιάζω …   Dictionary of Greek

  • μοχλιάζω — (Μ) βλ. μουχλιάζω …   Dictionary of Greek

  • μπαμπακιάζω — και βαμπακιάζω [μπαμπάκι] 1. αποκτώ επιφάνεια, ή υφή όμοια με τού βαμβακιού 2. μουχλιάζω 3. αποκτώ χρώμα λευκό σαν το χρώμα τού μπαμπακιού («γέρασε πια και μπαμπακιάσανε τα μαλλιά του») …   Dictionary of Greek

  • πανιάζω — και παννιάζω [παν(ν)ί] 1. γίνομαι άσπρος σαν πανί, χάνω το χρώμα μου από υπερβολικό φόβο ή από συγκίνηση, χλομιάζω 2. αποκτώ πανάδες στο δέρμα μου 3. (για τρόφιμα) χάνω τη φρεσκάδα μου, μπαγιατεύω, μουχλιάζω 4. (για φυτά) μαραίνομαι («πάνιασαν τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”